- ανατρέπω
- (AM ἀνατρέπω)1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματανεοελλ.ματαιώνω, ακυρώνωαρχ.Ι. ενεργ.1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω2. καταστρέφω, αφανίζω3. εξεγείρω, διεγείρωII. (μέσ. -ομαι) λυπούμαι, ταράζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + τρέπω.ΠΑΡ. ανατρεπτικός, ανατροπέας (-εύς), ανατροπήνεοελλ.ανατρέψιμος].
Dictionary of Greek. 2013.